θούριος

θούριος
Πολεμικό τραγούδι, εμβατήριο. Ονομάζεται και θούριο. Τα βασικά χαρακτηριστικά του είναι ο ηρωικός στίχος και η ορμητική μελωδία. Ο θ. αποβλέπει στην αφύπνιση των συνειδήσεων και στην τόνωση του αγωνιστικού πάθους. Στη νεότερη ελληνική ιστορία γράφηκαν θ. σε περιόδους που χαρακτηρίζονταν από εθνική έξαρση, o σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο γνωστός Θούρειος του Ρήγα, που είχε πανελλήνια απήχηση.
* * *
-ο (Α θούριος, -ον, αττ. ποιητ. τ. τού θούρος) [θούρος]
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο θούριος (ενν. παιάνας) και το θούριο(ν) (ενν. άσμα)
πολεμικό τραγούδι, εμβατήριο («ο θούριος τού Ρήγα Φεραίου)
αρχ.
ορμητικός, οξύς, ακράτητος, πολεμικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Θούριος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θούριος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θούριος — α, ο πολεμικός, ορμητικός: Θούρια άσματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θουρίω — Θούριος masc/neut nom/voc/acc dual Θούριος masc/neut gen sg (doric aeolic) Θούριος neut nom/voc/acc dual Θούριος neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θουρίων — Θούριος fem gen pl Θούριος masc/neut gen pl Θούριος neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θούριον — Θούριος masc acc sg Θούριος neut nom/voc/acc sg Θούριος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θουρίοις — Θούριος masc/neut dat pl Θούριος neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θουρίου — Θούριος masc/neut gen sg Θούριος neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θουρίω — θούριος masc/neut nom/voc/acc dual θούριος masc/neut gen sg (doric aeolic) θουράω rush pres subj act 1st sg (epic doric ionic) θουράω rush pres ind act 1st sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θουρίων — θούριος fem gen pl θούριος masc/neut gen pl θουράω rush pres part act masc nom sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”